Οι ΓΕΦΥΡΕΣ της αλλαγής
Θέλουμε να αλλάξουμε την πραγματικότητά μας, αλλά δεν ξέρουμε πως.. Εγκλωβιζόμαστε συχνά σε πεπατημένες διαδρομές ή ιστορίες που μας έχουν διαμορφώσει και δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε βήμα μπρος.
Τι θα πρέπει να γνωρίζουμε για να χτίσουμε μια γέφυρα προς το νέο; Τι θα μας παρακινούσε;
Αρχικά, θα πρέπει να μην μας ικανοποιεί αυτό που βιώνουμε, να ανησυχούμε για το μέλλον. Χρησιμοποιώ πληθυντικό και δεν το κάνω τυχαία. Δεν υπάρχει σε καμία ανθρώπινη κοινωνία ένα άτομο που να μην επηρεάζεται κυρίως, αλλά και να μην επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο.
Δεύτερον, θα πρέπει να γνωρίζουμε τα «υλικά» κατασκευής της γέφυρας μας, όπως και ποιοι ακριβώς θα συμβάλλουν στη δημιουργία της. Θα είναι ένας πρωτομάστορας που θα διευθύνει πρόθυμους εργάτες; Ή εργάτες που θα έχουν αναλάβει τα μέσα παραγωγής; Μήπως θα πρέπει να θυσιαστεί ακόμη και η “γυναικά του πρωτομάστορα” για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητά της;
Τρίτον, προς τα πού πάμε; Θα πρέπει να υπάρχει ένα πρόταγμα; Μια κατεύθυνση; Ή θα το αποφασίσουμε εν καιρώ κι ανάλογα με τις συνθήκες;
Προσπαθώντας να απαντήσουμε…
Αναγκαστικά για να φτιαχτεί η γέφυρα θα πρέπει, να θέλουμε να κατασκευαστεί η γέφυρα, είτε αφορμώμενοι από ένα βαθύτερο εξερευνητικό ανικανοποίητο, είτε επειδή απλώς δεν πάει άλλο.
Αφού ξέρουμε το γιατί, θα πρέπει να πορευτούμε στο πώς. Έτσι είναι απαραίτητο, να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν καλύτερα το πού( τις δομές θα έλεγε ένας κοινωνιολόγος) θέλουμε να την κατασκευάσουμε. Άλλη λογική χρειάζεται για την κατασκευή μιας γέφυρας στο Άμστερνταμ κι άλλη στο Νεπάλ.
Αναγκαστικά, θα πρέπει να πατάει στο έδαφος του παρόντος. Ωστόσο, όσο σαθρό κι αν μας φαίνεται , οφείλουμε να διαλέξουμε ένα σημείο όσο το δυνατόν πιο στέρεο, ως βάση για τη συνέχεια. Τα υλικά της μπορεί να είναι ακόμη και παλιά, αλλά ιδωμένα από μια φρέσκια οπτική, με την προϋπόθεση ό,τι εξυπηρετούν το σήμερα, το αύριο, αλλά κι ολότελα νέα.
Η δημιουργία ( δήμος+ έργο), αναγκαστικά θα προχωράει προς το αγέννητο, μέσα από έναν χαοτικό οργασμό ιδεών και πρακτικών που δεν αποζητούν την εγελιανή τους σύνθεση, αλλά χώρο για να αποδώσουν τη μοναδικότητά τους, εντός μιας a priori – θεολογικού τύπου θα λέγαμε ενότητας.
Η κατεύθυνση αναγκαστικά απρόβλεπτη, εκπορεύεται από το συλλογικό πράττειν ανεπανάληπτων μοναδικοτήτων και πολλαπλών διανοιών που θα συνδράμουν, ψυχή τε και σώματι στην προσγείωση στην αν και άγνωστη, γνώστη ετεροτοπία.
Οι γέφυρες αυτές τελικά, θα είναι το κοινό μας κτήμα που θα μας οδηγήσει σε μια ρεαλιστική αριστεία της κοινότητας, όπου ατομικό και συλλογικό αλληλένδετα και ανεξάρτητα την ίδια στιγμή απολαμβάνουν την ανθηρή ανάμειξη τους.